Καρκίνος ενδομητρίου: Πώς αντιμετωπίζονται οι ασθενείς εν μέσω πανδημίας COVID-19;

Σιούλας Βασίλης
Μαιευτήρας-Γυναικολόγος

Ο καρκίνος ενδομητρίου είναι η πιο συχνή κακοήθεια του γυναικείου γεννητικού συστήματος στις δυτικές χώρες. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, ο καρκίνος του ενδομητρίου διαγιγνώσκεται έγκαιρα, με αποτέλεσμα η πρόγνωση των ασθενών να είναι εξαιρετική.

Παρ’ όλα αυτά, εν μέσω πανδημίας COVID-19, η διαχείριση της νόσου ενίοτε πρέπει να τροποποιείται, ώστε η αποτελεσματική θεραπεία των ασθενών να συνδυάζεται με την καλύτερη δυνατή προστασία τους από τη λοίμωξη. Είναι προφανές πως οι αποφάσεις των Γυναικολόγων Ογκολόγων, δηλ. των Γυναικολόγων που είναι εξειδικευμένοι για να αντιμετωπίζουν τους γυναικολογικούς καρκίνους, θα πρέπει να εξατομικεύονται και να λαμβάνουν υπ’ όψιν την κατάσταση της πανδημίας σε κάθε περιοχή, καθώς και τις δυνατότητες του υγειονομικού συστήματος (π.χ. περιορισμοί χειρουργικών επεμβάσεων, διαθεσιμότητα κρεβατιών ΜΕΘ, αποθέματα αιμοδοσίας σε προϊόντα αίματος κλπ).

Ποιες είναι οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για τον καρκίνο του ενδομητρίου στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19;


Πριν λίγες ημέρες, η εκδοτική ομάδα της ιατρικής επιθεώρησης International Journal of Gynecological Cancer, του επίσημου δηλαδή περιοδικού της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Γυναικολογικής Ογκολογίας ESGO και της Παγκόσμιας Εταιρείας Γυναικολογικής Ογκολογίας IGCS, δημοσίευσε τις συστάσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του καρκίνου του ενδομητρίου αποκλειστικά στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Στα κυριότερα σημεία αυτών συγκαταλέγονται:

Σε περίπτωση ασθενών χαμηλού κινδύνου (όγκοι υψηλής διαφοροποίησης -grade 1), η δυνατότητα θεραπείας τους με ορμονικά σκευάσματα (προγεσταγόνα) από του στόματος ή ως ενδομήτρια σπιράλ (MIRENA) θα πρέπει να εξετάζεται σοβαρά.
Σε περίπτωση ασθενών υψηλότερου κινδύνου (π.χ. όγκοι μέτριας ή χαμηλής διαφοροποίησης -grade 2 ή 3, αντίστοιχα- και μη ενδομητριοειδείς ιστολογικοί τύποι), η επιλογή της ολικής υστερεκτομής μετά των σαλπίγγων και των ωοθηκών και της βιοψίας του λεμφαδένα-φρουρού θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Η μετεγχειρητική θεραπεία των ασθενών, αν απαιτείται, θα πρέπει να στηρίζεται στα ιστολογικά χαρακτηριστικά του πρωτοπαθούς όγκου.
Επί προχωρημένης νόσου, η επιλογή της λήψης βιοψίας για επιβεβαίωση της διάγνωσης, ακολουθούμενη από τη χορήγηση κατ’ αρχήν χημειοθεραπείας θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν.

Με αφορμή τα παραπάνω, ο Δρ. Σιούλας, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος με εξειδίκευση στη Γυναικολογική Ογκολογία στο Memorial Sloan Kettering Cancer Center, δήλωσε:

«Ζούμε εν μέσω μια πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, η οποία ασφαλώς επηρεάζει άμεσα τις θεραπείες των ασθενών με γυναικολογικό καρκίνο. Σε μια νόσο με εξαιρετικά ποσοστά ίασης, όπως είναι ο καρκίνος του ενδομητρίου, πρέπει να στοχεύουμε στη διασφάλιση της ογκολογικής πρόγνωσης των ασθενών και, παράλληλα, στην προστασία τους από τις συνέπειες της λοίμωξης με COVID-19.
Απαιτείται, λοιπόν, συνεχής ενημέρωση για τις επιστημονικές εξελίξεις, σχολαστική τήρηση των οδηγιών της Πολιτείας και εξατομίκευση των θεραπευτικών επιλογών με βάση τις ανάγκες της κάθε ασθενούς. Απαιτείται η αφοσίωση και η γνώση των Ιατρών που εξειδικεύονται στην αντιμετώπιση του καρκίνου του ενδομητρίου».



Ο Βασίλης Σιούλας είναι Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, με εξειδίκευση στη Γυναικολογική Ογκολογία στις ΗΠΑ, και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα, είναι Υπεύθυνος του Ιατρείου Γυναικολογικής Ογκολογίας του Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ, ενώ συνεργάζεται και με το Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ.